Του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου 28 Ιουλίου 1920. Με την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, η εθνική αποκατάσταση του ελληνισμού για την οποία έχυσαν το αίμα τους γενιές Ελλήνων, πλησιάζει επί τέλους να γίνει πραγματικότητα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφασίζουν τον διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και το μοίρασμα της Μικράς Ασίας ανάμεσα στους Έλληνες, τους Κούρδους και τους Αρμενίους. Η Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι σύντομα θα ξαναγίνει η πρωτεύουσα του ελληνισμού. Δυο ημέρες μετά, στις 30 Ιουλίου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος παίρνει τον δρόμο της επιστροφής, κομιστής του μεγάλου αγγέλματος. Ωστόσο, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Παρισιού, δυο απότακτοι αξιωματικοί τον περιμένουν οπλισμένοι με περίστροφα. Από κοντινή απόσταση τον πυροβολούν δέκα φορές. Αστοχούν και τις δέκα, παρά το ότι ήταν δεινοί σκοπευτές. Αυτοί που τον πυροβόλησαν δεν ήταν Τούρκοι, Έλληνες ήταν... Ο Βενιζέλος φτάνει στην Αθήνα σοκαρισμένος. Το μίσος των αντιπάλων του τον είχε τραυματίσει ψυχικά. Περίμενε πως θα αποθεωνόταν από σύσσωμο σχεδόν τον ελληνικό λαό, ο οποίος θα συστρατευόταν για τις λίγες ακόμα προσπάθειες που απαιτούνταν για την οριστική αποκατάσταση του ελληνισμού στα υστεροβυζαντινά του όρια, για ένα κράτος που επί τέλους θα μπορούσε να χωρέσει ολόκληρο τον ελληνισμό. Ωστόσο, έκανε λάθος, η Αθήνα έβραζε και άφριζε εναντίον του, σχεδόν σαν αυτούς τους παρ’ ολίγον δολοφόνους του. Όλα τα κόμματα ανεξαιρέτως, από το ΚΚΕ μέχρι την άκρα δεξιά, έχουν συνασπιστεί εναντίον του. Τον αποκαλούν «Τύραννο» και ζητούν εκλογές. Ο ψυχισμός του Βενιζέλου έχει τραυματιστεί από τη δολοφονική απόπειρα και από το μίσος που εκπέμπεται εναντίον του. Δεν τολμάει να επιβάλλει στον ελληνικό λαό να συνεχίζει να τον ακολουθεί, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση. Έχει άλλωστε κάθε λόγο να ελπίζει σε εκλογική νίκη, καθ΄ότι μέσα σε μόλις δέκα χρόνια είχε φέρει την Ελλάδα από τη Μελούνα της Λάρισας, στη Σμύρνη και στις παρυφές της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο έκανε λάθος. Απορροφημένος στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας, είχε χάσει την επαφή του με την ψυχολογία και τις διαθέσεις του λαού. Έτσι διέπραξε το ολέθριο ατόπημα να προκηρύξει εκλογές... Στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα του Τιμίου Σταυρού, στο Παναθηναϊκό Στάδιο εορτάζεται η νίκη, όπως στη Βασιλεύουσα πριν από πολλούς αιώνες εορταζόταν ο θρίαμβος των βυζαντινών στρατευμάτων. Τρεις μέρες μετά, ο προσωρινός βασιλιάς Αλέξανδρος, ο οποίος αρνούνταν να υπακούσει στις απαιτήσεις του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου και αγωνιζόταν για την κατάσβεση του εθνικού διχασμού, πέθανε εντελώς απροσδόκητα, υποτίθεται από το δάγκωμα μαϊμούς. Η προεκλογική περίοδος αρχίζει. Όλα τα κόμματα κατεβαίνουν στις εκλογές ενωμένα εναντίον του Βενιζέλου. Ακόμα και το ΚΚΕ βάζει γύρω από το σφυροδρέπανο το σύμβολο της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», δυο κλαδιά ελιάς, που συμβολίζουν την ειρήνη, την οποία υπόσχονταν στους ψηφοφόρους τους. Η μάνα που είχε δέκα χρόνια να δει τους γιους της, που πολεμούσαν στο μέτωπο, θα τους ξανάβλεπε! Τα ζώα, που είχαν επιταχθεί στο στρατό θα επέστρεφαν στον γερο-αγρότη, που όργωνε μόνος του, χωρίς τους γιους του. Στο βήμα της Βουλής ξεσκίζονται από τον βουλευτή Κουμουνδούρο οι χάρτες της Μεγάλης Ελλάδας! Κάποιοι βουλευτές, μέσα στη Βουλή ωρύονται: «Δεν τα θέλομε!». Εννοούσαν την Ιωνία... Ο Βουλευτής Μεσσηνίας Μοσχούλας έλεγε προς τους ψηφοφόρους του: «Και που μεγάλωσε η Ελλάδα, μεγάλωσε εσένα το χωράφι σου;». Η Αθήνα δονούνταν από τα συνθήματα: Ζήτω ο Κωνσταντίνος! Ζήτω ο βασιλιάς μας! Ζήτω το Λιόπεσι! Ζήτω το Μενίδι! (αρβανιτοχώρια στα περίχωρα των Αθηνών). Δεν υπήρχε νεοαπελευθερωμένη Θράκη και μαχόμενη Μικρά Ασία, υπήρχε Λιόπεσι και Μενίδι και Κωνσταντίνος! Στο μέτωπο, οι στρατιώτες διάβαζαν αντιβενιζελικές εφημερίδες και οι βασιλικοί αξιωματικοί έκαναν προεκλογικές συγκεντρώσεις στους στρατιώτες τους! Παντού, στο στράτευμα και στον λαό αντηχούσε το σύνθημα «Οίκαδε!», δηλαδή η επιστροφή του στρατού από το μέτωπο. Τα παιδιά των απελευθερωμένων Ελλήνων θα γύριζαν πίσω. Αλλά τι θα σήμαινε αυτό για τον μικρασιατικό ελληνισμό; Λεπτομέρειες... Με την Ενωμένη Αντιπολίτευση συμμαχούν οι κομμουνιστές, καθώς και όλοι οι αλλοεθνείς υπήκοοι: Βούλγαροι, Τούρκοι και Εβραίοι παίρνουν φανατικά το μέρος της παράταξης του Κωνσταντίνου. Στην Τουρκία, κεμαλικές εφημερίδες στολίζουν τις σελίδες τους με φωτογραφίες των ηγετών της αντιπολίτευσης. Ο Βενιζέλος, ωστόσο, είναι σίγουρος για τη νίκη. Αυτοί που αντιδρούν δεν μπορεί, θα είναι μια μειοψηφία, ίσως το 30%. Ας μετρηθούμε λοιπόν... Την παραμονή των εκλογών, λέει στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ρεπούλη: «Με τον Λόιδ Τζορτζ εμείναμε σύμφωνοι όπως αμέσως μετά τας εκλογάς δοθή εις την Ελλάδα η επί της Κωνσταντινουπόλεως εντολή και προορίζω σε ως πρώτον Ανώτατον της Κωνσταντινουπόλεως Διοικητήν». 1η Νοεμβρίου 1920. Η ημέρα των εκλογών. Και μετά τέλος... Το μαύρο τέλος... Η παράταξη του Βενιζέλου ηττάται και ο Βενιζέλος, ο οποίος αποφάσισε να εκτεθεί στην εκλογική περιφέρεια της Αττικής, δεν εκλέγεται ούτε καν βουλευτής... Η Ενωμένη Αντιπολίτευση εκλέγεται πανηγυρικά με τις ψήφους των παλαιοελλαδιτών, των κομμουνιστών και των αλλοεθνών υπηκόων. Όλοι πανηγύρισαν εκείνη την ημέρα: Στην Αθήνα, όπως γράφει η Πηνελόπη Δέλτα στο ημερολόγιό της «σ΄ ένα ξεχείλισμα πρωτοφανούς προστυχιάς και εκβαχισμού». Φώναζε στους δρόμους ο όχλος: «Δεν τα θέλομε!». Οι Εβραίοι τραγουδούσαν «Ελιά και Κώτσο βασιλιά!». Τα χωριά της Αττικής και της Βοιωτίας συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα με πίπιζες, νταούλια, ζουρνάδες και κλαρίνα και ξεφάντωναν, εξεδόθηκε νομολογία «ο φονεύων Βενιζελικό δεν φονεύει άνθρωπο», ακούγονται φίλογερμανικά συνθήματα, όταν οι σύμμαχοι φρικίαζαν με κάθε τι γερμανικό και όταν η Ελλάδα πολεμούσε τον Κεμάλ! Στη Σμύρνη, πελοποννήσιοι στρατιώτες κάνουν διαδήλωση υπέρ του Κωνσταντίνου. Πανηγυρίζουν και οι Τούρκοι, φωταγωγούν τα τζαμιά τους, οι μουφτήδες μοιράζουν καραμέλες, οι κεμαλικοί αναθαρρούν, ανακουφίζονται και οι Οσμανλήδες, που αν νικούσε ο Βενιζέλος έχαναν την Κωνσταντινούπολη. Θρηνούν όμως οι μικρασιάτες και σιγοψιθυρίζουν: « Και πώς να κλείσω μάτι πια, που σαι Λευτέρη μακριά, από τη Σμύρνη τη χρυσή, που τη λευτέρωσες εσύ…». Δυο μέρες μετά τις εκλογές, ο Βενιζέλος εξομολογείται στην Πηνελόπη Δέλτα: «Επλανήθηκα. Ενόμιζα πως αλήθεια είχα το λαό μαζί μου, πως στο μεγάλο αυτό έργο που γίνηκε, με ακολουθούσε ο λαός. Επλανήθηκα, ο λαός κουράστηκε, βαρέθηκε. Δεν κακίζω το λαό, του ζήτησα θυσίες μεγαλύτερες από τις δυνάμεις του. Εγώ δεν υπολόγισα καλά τις δυνάμεις του, τον παρέσυρα σε έργο πολύ βαρύ. Είμαι συντριμμένος, δεν έχω πια δυνάμεις ν' αντιπαλαίσω. Είχα σχηματίσει τ' όνειρο πως ο ελληνικός λαός μ’ ακολουθεί στην κατάκτηση των ελληνικών μερών, μα ο ελληνικός λαός δε μ’ ακολουθεί, πήγε διά της βίας... Του πήρα το παιδί του για πολλά χρόνια, δεν αντέχει πια στις θυσίες ο κουρασμένος λαός. Και δεν είναι αυτό το χειρότερο, το χειρότερο είναι που ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται. Προ τριάκοντα ετών υπήρχε ακόμη η Μεγάλη Ιδέα, τότε ακόμα ο κόσμος θα δέχουνταν τις μεγάλες θυσίες για τη Μεγάλη Πατρίδα. Σήμερα πια την παράτησε τη Μεγάλη Ιδέα. Το ξέρω πως η Ελλάδα κακοδιοικήθηκε, μα τους είπα πως τώρα που τελειώνουν τα εξωτερικά προβλήματα, θα στρέψω στα εσωτερικά. Το ξέρουν πως ποτέ δεν είπα ένα πράμα και δεν το έκανα, πίστευα πως θα μου δώσουν δυο μήνες για να κάνω και την εσωτερική αναδιοργάνωση. Μα δε με πίστωσαν με δυο μήνες, δε με πίστεψαν ή δεν τους ενδιέφερε αρκετά το εξωτερικό ζήτημα, ώστε να δεχθούν την προσωρινή κακή διοίκηση. Δεν τους μέλει, δεν καταλαβαίνουν οι αντίθετοι τι θα πει Σμύρνη! Ακούν Σμύρνη και σου λεν Σύρα, Μύκονος, και το βλέπουν ένα πράμα. Δε βλέπουν, δε βλέπουν τη σημασία της! Δε νιώθουν τι θα πει η κατάκτηση της Μικρασίας! Αυτό του είπαν μερικοί, «Μικρή Ελλάδα, αλλά τίμια», αυτό που έκανε ο Κουμουνδούρος, που έσχισε το χάρτη της Μεγάλης Ελλάδας, δεν ήταν λόγια, σκέψεις, καμώματα ενός ή δύο απάτριδων, είναι η ψυχολογία του λαού ολόκληρου. Δε ζητά μεγάλα όνειρα που να τα πραγματοποιήσει. Ζητά το σπίτι του να καλοδιοικείται, το παιδί του να γυρίσει πίσω, να φύγει από το στρατό. Και ξέρετε; Έχω ταραγμένη τη συνείδηση. Φέρω βαρειά ευθύνη απέναντι της ιστορίας, γιατί το μεγάλο αυτό έργο που επιδίωξα, χρειαζόταν μεγάλες θυσίες, περισσότερες, βαρύτερες από όσες μπορούσε να σηκώσει ο ελληνικός λαός. Δεν υπολόγισα σωστά, του παραφόρτωσα τους ώμους. Δε φταίγει ο λαός, φταίγω εγώ που δεν υπολόγισα σωστά ως πού παν οι δυνάμεις του και η αντοχή του». Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, η Σμύρνη καίγεται και ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος αρνείται να εγκαταλείψει το σφαγόμενο ποίμνιό του και πεθαίνει με φριχτά βασανιστήρια στα χέρια των Τούρκων. Τα ράσα του σχισμένα, τα γένια ξεριζωμένα, τα μάτια βγαλμένα, η δεσποτική ράβδος του λάφυρο του όχλου. Ό,τι απέμεινε από το σώμα του το κρέμασαν στην πλατεία. Ελάχιστες μέρες πριν, σε επιστολή του προς τον Βενιζέλο, είχε γράψει: «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος κατεβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθεί να το αναβιβάσει και το σώση.» Έτσι τελείωσαν τρεις χιλιάδες χρόνια παρουσίας του ελληνισμού στις ιστορικές του κοιτίδες. Από τότε γίναμε ένα μικρό έθνος και ο μεγάλος ελληνισμός χάθηκε, καθώς δεν μπορούσε να χωρέσει στα στενά όρια του ελλαδικού κράτους. Το μόνο, που έχει μείνει είναι η «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη, χωριουδάκια με λαμπρά, μεγάλα ονόματα: Νέα Ραιδεστός, Νέα Χαλκηδόνα, Αλεξάνδρεια Ημαθίας... Γράφει σχετικά ο Σεφέρης, που σχεδόν κανείς πια δεν τον καταλαβαίνει: ― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες με εικόνες που έχεις αναθρέψει κάτω από ξένους ουρανούς μακριά απ' τον τόπο το δικό σου. [...] ― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι με τ' αψηλά τα παραθύρια σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό γυρεύω την αρχαία κολόνα που κοίταζε ο θαλασσινός. Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη; οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους κι όσο μακριά και να κοιτάξω βλέπω γονατιστούς ανθρώπους λες κάνουνε την προσευχή τους. [...] ― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου σιγά-σιγά θα συνηθίσεις η νοσταλγία σού έχει πλάσει μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους. ― Πια δεν ακούω τσιμουδιά βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος παράξενο πώς χαμηλώνουν όλα τριγύρω κάθε τόσο εδώ διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
0 Comments
|
Site powered by Weebly. Managed by Pointer Internet Solutions