Στρεβλώσεις και παρασιτισμός στην Ελλάδα της παρακμής Του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου Η ελληνική κοινωνία της ύστερης μεταπολίτευσης χαρακτηρίζεται από ορισμένες στρεβλώσεις και ασυμμετρίες, που κάθε μία ξεχωριστά συνιστά παγκόσμια πρωτοτυπία και όλες μαζί νομίζουμε ότι δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση, προς τη βαθύτερη πηγή της κακοδαιμονίας μας, τον καρκίνο που μας απειλεί με ιστορική εξαφάνιση.
Η Ελλάδα έχει τον συντριπτικά μεγαλύτερο αριθμό δικηγόρων ανά κάτοικο στην Ευρώπη, 60% μεγαλύτερο από την Πορτογαλία που βρίσκεται στη δεύτερη θέση. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουμε πενταπλάσιους δικηγόρους από την Ολλανδία και ότι μόνο η Θεσσαλονίκη έχει πολύ περισσότερους δικηγόρους από ολόκληρη την Αυστρία. Με 6,2 γιατρούς ανά 1000 κατοίκους, η Ελλάδα είναι μακράν πρώτη στον κόσμο, πολύ μπροστά από τη δεύτερη Ισπανία (που έχει 4,9). Επίσης, είναι μακράν πρώτη στον κόσμο σε οδοντιάτρους (1,3/1000 κατοίκους), τριπλάσιους από όσους έχει η Αγγλία. Σε φαρμακοποιούς επίσης πρωτεύουμε και μάλιστα, στην περίπτωση αυτή συντριπτικά, με 75% περισσότερους από τη δεύτερη Βουλγαρία και 4 φορές περισσότερους από τη Γερμανία. Σε αριθμό δασκάλων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ανά μαθητή είμαστε έκτοι στον κόσμο και σε αριθμό καθηγητών δευτεροβάθμιας δεύτεροι. Με μέσο χρόνο αποφοίτησης από τα πανεπιστήμια 7,6 χρόνια, η Ελλάδα είναι, επίσης, παγκόσμια πρωταθλήτρια στους αιώνιους φοιτητές. Σε αριθμό συνταξιούχων ανα εργαζόμενο η Ελλάδα είναι επίσης παγκόσμια πρωταθλήτρια. Παρ’ όλα αυτά, το 2009, πριν από την κρίση, έδινε τις καλύτερες συντάξεις (σε σχέση με τον μισθό πριν από τη συνταξιοδότηση) από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, με ποσοστό αναπλήρωσης 96%, διπλάσιο από τον μέσο όρο των υπολοίπων χωρών. Μάλιστα, ακόμα και σήμερα, το 30% της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης της Ελλάδας δίνεται σε άτομα κάτω των 65. Το απίστευτο και ελληνικό είναι, μάλιστα, ότι η μέση σύνταξη των κάτω των 65 είναι κατά 30% μεγαλύτερη από αυτή των άνω των 65, επειδή οι προνομιούχες ομάδες της κοινωνίας που είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν μικρότερη ηλικία συνταξιοδότησης, είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν και καλύτερη σύνταξη. Σε δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ η Ελλάδα των μνημονίων είναι 3η στην Ευρώπη. Για να συντηρηθεί ο τεράστιος αριθμός δικηγόρων και δικαστών έχουμε το πιο δαιδαλώδες νομικό σύστημα στον κόσμο και την βραδύτερη μακράν απονομή δικαιοσύνης. Για να συντηρηθεί ο τεράστιος αριθμός γιατρών πληρώνουμε για την υγεία δυο φορές, μια φορά για τη δημόσια δωρεάν υγεία με τους φόρους μας και τις ασφαλιστικές μας εισφορές και δεύτερη φορά την ιδιωτική και όχι άδικα, επειδή η πιθανότητα να πεθάνεις από ενδονοσοκομειακή λοίμωξη στα δημόσια νοσοκομεία είναι εξαπλάσια από ότι στο μέσο όρο της Ευρώπης. Ο απίστευτα τεράστιος κλάδος των φαρμακοποιών συντηρείται επειδή οι Έλληνες είναι με διαφορά πρώτοι στην Ευρώπη σε κατανάλωση φαρμάκων, σχεδόν το σύνολο των οποίων είναι, φυσικά, εισαγόμενα. Για να συντηρηθεί ο τεράστιος κλάδος των εκπαιδευτικών, πληρώνουμε την παιδεία δυο φορές, μια φορά για την άθλια δημόσια παιδεία και δεύτερη φορά για ιδιωτικά σχολεία και φροντιστήρια. Επίσης, παρά το ότι η αναλογία εκπαιδευτικών - μαθητών καθώς και ο αριθμός των μαθητών ανά τάξη, είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη, ενώ οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν τις λιγότερες ώρες την εβδομάδα σε σχέση με όλους τους ευρωπαίους συναδέλφους τους, οι επιδόσεις των μαθητών των δημοσίων σχολείων είναι οι τρίτες χειρότερες από 32 χώρες του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τον διαγωνισμό Πίζα. Επίσης, παρά το τεράστιο ποσοστό των δημοσίων δαπανών, ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα όχι μόνο δεν βοηθάει, αλλά κατά κοινή ομολογία αποθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις και παρεμποδίζει κάθε παραγωγική οικονομική δραστηριότητα. Βεβαίως, ένα μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων περνάνε καλά, πολύ καλύτερα από ότι θα επέτρεπαν οι παραγωγικές και δημογραφικές επιδόσεις της κοινωνίας μας. Οι καφετέριες είναι γεμάτες από πενηντάρηδες συνταξιούχους και αιώνιους φοιτητές. Βεβαιώς, ένα μεγάλο ποσοστό των άκοπων χρημάτων που αποκομίζουν οι προνομιούχες κοινωνικές ομάδες διαχέεται και σε άλλους. Οι αιώνιοι φοιτητές διασκεδάζουν τη μακρά φοιτητική τους ζωή με τις συντάξεις των παππούδων και των πατεράδων τους. Παράλληλα, οι άθλιες δημογραφικές μας επιδόσεις (1,3 παιδιά ανά γυναίκα – τρίτες χειρότερες στον κόσμο μετά την Πορτογαλία και τη Νότια Κορέα) επιτρέπουν άνετα να περνάμε καλά χωρίς την υποχρέωση να συντηρούμε οικογένειες, τα μοναχοπαίδια μας να ζουν σαν πρίγκηπες και να ξεκοκκαλίζουν τον συσσωρευμένο πλούτο των προηγούμενων γενεών. Βεβαίως, για έναν απροκατάληπτο παρατηρητή, η Ελλάδα είναι η χώρα της ηδονιστικής κατανάλωσης, μια χώρα τεμπέληδων ζορμπάδων, που κύριο τους μέλημα είναι πώς θα περνούν καλά και πώς θα παίρνουν ύφος και στιλάκι, για να έχουν κύρος μεταξύ των ομοίων τους. Φυσικά, υπάρχει και μια μικρή μειοψηφία από «μέρμηγκες», με τα αντίθετα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν τον πειρασμό της ζήλειας. Στην Ελλάδα της ύστερης μεταπολίτευσης, ο αισώπειος μύθος του τζίτζικα και του μέρμηγκα διατυπώνεται ως εξής: «Είναι βαρύς χειμώνας, το χιόνι πέφτει πυκνό και το κουδούνι χτυπάει στο σπίτι του μέρμηγκα. Ο μέρμηγκας ανοίγει και είναι ο τζίτζικας, συνοδευόμενος από δυο νεαρές υπάρξεις. - Μέρμηγκα, έμπα στο τζιπ, φύγαμε για Αράχωβα, οι κοπέλες εδώ θέλουν να σε γνωρίσουν! – Σόρρυ τζίτζικα, δεν μπορώ, βλέπεις εδώ πέρα, οικογένεια, παιδιά... Όμως κάνε μου σε παρακαλώ μια χάρη... – Φυσικά μέρμηγκα, ό,τι θές! – Αν εκεί κάπου δεις τον Αίσωπο, πες του να πα να...»
0 Comments
|
Site powered by Weebly. Managed by Pointer Internet Solutions