Απάντηση στο άρθρο του Γιώργου Παπανικολάου Του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου Στο άρθρο του, με τίτλο «Καθολικό Άνευ όρων Βασικό Εισόδημα» ο Γιώργος Παπανικολάου παρουσιάζει ένα αίτημα, που έχει προταθεί σε πολλές χώρες του κόσμου, για τη θέσπιση ενός βασικού εισοδήματος, που θα καταβάλλεται σε όλους, άνευ όρων και προϋποθέσεων. Όπως είναι προφανές, η υλοποίηση της πρότασης αυτής, για την Ελλάδα, θα έχει ένα τεράστιο οικονομικό κόστος.
Για να μιλήσουμε συγκεκριμένα και όχι ουτοπικά, προκειμένου να έχει κάθε Έλληνας εξασφαλισμένο βασικό εισόδημα μόλις 150 ευρώ το μήνα, απαιτείται να επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός με ένα ετήσιο κονδύλι 20 δις ευρώ (!!). Τα χρήματα αυτά, ο κύριος Παπανικολάου προτείνει να βρεθούν από «τις μεγάλες πολυεθνικές, τις παγκόσμιες τράπεζες και τα οικονομικά λόμπυ». Προτείνει, επομένως, η Ελλάδα να διεκδικήσει χρήματα από τους «ισχυρούς του πλανήτη», ουσιαστικά δηλαδή από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα αυτό το τεράστιο ποσό. Θα υπενθυμίσουμε στους αναγνώστες που δεν έχουν μνήμη καναρινιού, ότι ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης το 2015 είχαν διεκδικήσει ασύγκριτα λιγότερα χρήματα, με τις γνωστές συνέπειες για τη χώρα. Δυστυχώς η «αλληλεγγύη των λαών» και τα παρόμοια υπάρχουν μόνο στη φαντασία των λαϊκιστών, που προσπαθούν να μας εξαπατήσουν για να κερδίσουν την ψήφο μας. Ας υποθέσουμε, όμως, ότι ένα βασικό εισόδημα θεσμοθετείται παγκοσμίως. Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που δεν μπορεί να το χρηματοδοτήσει. Υπάρχουν περίπου 6,5 δις άνθρωποι που κατοικούν σε χώρες φτωχότερες από την Ελλάδα, που ούτε αυτές θα μπορούν να το χρηματοδοτήσουν. Μήπως θα ζητήσουν να τους το χρηματοδοτήσει μεταξύ άλλων και η Ελλάδα; Ωραία είναι να ζητιανεύουμε συνεχώς από τους Ευρωπαίους, αλλά καλό είναι να προσπαθήσουμε να έρθουμε και λίγο στη θέση τους. Επομένως, τα χρήματα αυτά ο κύριος Παπανικολάου δεν θα τα διεκδικήσει από τους ισχυρούς του πλανήτη, αλλά από το εξωτερικό με τη μορφή κρατικού δανεισμού ή από τους φορολογούμενους της χώρας του. Θα υπενθυμίσουμε και πάλι στους αναγνώστες που δεν έχουν μνήμη καναρινιού, ότι και οι δύο αυτές επιλογές έχουν ήδη δοκιμαστεί στην Ελλάδα! Την πρώτη, του εξωτερικού δανεισμού την εφάρμοσε πρώτος ο Ανδρέας Παπανδρέου και μετά όλες οι επόμενες κυβερνήσεις, από το 1981 ως το 2010. Το αποτέλεσμα ήταν η χρεωκοπία της Ελλάδας. Τη δεύτερη επιλογή, της υπερφορολόγησης του ιδιωτικού τομέα, των επιχειρήσεων και όλων των δημιουργικών ανθρώπων αυτής της χώρας, την εφαρμόζουμε από το 2010 μέχρι σήμερα ανελλιπώς! Το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμα περιμένουμε την ανάπτυξη και θα συνεχίσουμε να την περιμένουμε αν δεν αλλάξουμε τα μεταπολιτευτικά μας μυαλά. Πάντως, δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε για πολύ ακόμα, επειδή έχοντας παρατήσει τη δημογραφία μας, την παραγωγή μας και την εθνική μας άμυνα, σύντομα θα μας καταπιεί η Τουρκία. Η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία το 67% του πληθυσμού, ποσοστό ασύγκριτα υψηλότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα, βασίζεται για την επιβίωσή του στο κράτος, σε μισθούς του δημοσίου, συντάξεις και επιδόματα [1]. Κι αυτό συμβαίνει σε μια χώρα με πολύ χαμηλή παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα, με τραγική δημογραφική εξέλιξη και με μια ισλαμοφασιστική Τουρκία δίπλα μας, να έχει ήδη εισβάλλει στον Έβρο και να ετοιμάζεται για νέες εισβολές. Το 800ράκι που εισέπραξαν πολλοί Έλληνες φαίνεται ότι τους γλύκανε και νομίζουν ότι το χρήμα φυτρώνει στα λεφτόδεντρα. Θα ξυπνήσουν σύντομα πολύ άσχημα, μόλις φανούν οι συνέπειες στον τουρισμό και μόλις ο Ερντογάν κάνει τις επόμενες κινήσεις του. Εννιά μήνες θητεία για τους κανακάρηδές μας, 1,3 παιδιά ανά γυναίκα εδώ και 40 χρόνια, το ένα τρίτο του πληθυσμού να συντηρεί τα δύο τρίτα, άντε και εις ανώτερα! Θέλουμε και συντάξεις, αλλά ποιος θα τις πληρώσει; Τα παιδιά μας που τα κάναμε έκτρωση και τα πετάξαμε στα σκουπίδια; Θέλουμε και Καθολικό Άνευ όρων Βασικό Εισόδημα πανάθεμά μας… Η εργατικότητα δεν είναι τόσο αυτονόητη, όσο διατείνεται το άρθρο του κυρίου Παπανικολάου. Για να εργαστούν οι περισσότεροι άνθρωποι χρειάζεται κίνητρο και το κίνητρο αυτό είναι η επιβίωση. Επίσης, πολύ λιγότερο αυτονόητη είναι η επιχειρηματικότητα. Για να επιχειρήσει κάποιος χρειάζεται κίνητρο και το κίνητρο αυτό είναι ο πλούτος. Κανείς δεν επιχειρεί αν ξέρει ότι τα χρήματά του θα του τα απαλλοτριώσει το κράτος, για να τα δώσει στην μη εργαζόμενη εκλογική του πελατεία. Χωρίς επιχειρηματικότητα δεν υπάρχουν δουλειές και χωρίς δουλειές δεν υπάρχει Ελλάδα. Άρα, χωρίς επιχειρηματικότητα δεν υπάρχει Ελλάδα. Ωστόσο, κλείνοντας, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο κύριος Παπανικολάου έχει κάποιο δίκιο: Υπάρχουν δυο κατηγορίες ανθρώπων για τις οποίες πράγματι πρέπει να θεσπιστεί ένα βασικό εισόδημα. Η πρώτη κατηγορία είναι οι άνθρωποι οι οποίοι πραγματικά δεν μπορούν να εργαστούν για αντικειμενικούς λόγους, όπως είναι οι ανάπηροι και οι πολύ ηλικιωμένοι. Επίσης, βασικό εισόδημα θα πρέπει να θεσπιστεί ως ανταμοιβή αυτών που εργάζονται για την επιβίωση αυτής της χώρας και ανταμείβονται μόνο με ειρωνείες και περιφρόνηση. Αυτοί είναι οι πολύτεκνοι. Το φθινόπωρο που μας έρχεται, θα τεθεί αμείλικτα το δίλημμα: Ποιος θα πληρώσει την κρίση του κορωνοϊού; Πάλι οι συνήθεις ύποπτοι; Οι λιγοστοί (πραγματικά) εργαζόμενοι αυτής της χώρας; Αν η απάντηση στην κρίση θα είναι νέα υπερφορολόγηση του ιδιωτικού τομέα, για να περιοριστούν οι συνέπειες στους δημοσίους υπαλλήλους και στους συνταξιούχους, αυτό θα είναι το οριστικό τέλος αυτής της χώρας.
0 Comments
Με τον τρόπο του Γ.Σ. – Ένα ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά τοπωνύμια που σε πληγώνουν, όπως «Θερμοπύλες», όπου τις νύχτες εκδίδονται ανήλικες Ρομά ή «Ακαδημία Πλάτωνος», όπου Πακιστανοί έχουν στήσει την κουζίνα τους επί αρχαίου μνημείου.
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές, καθώς ανεβαίνεις την ανηφόρα, η θάλασσα νομίζεις ότι σε ακολουθεί, αλλά δεν είναι ότι ανεβαίνει η θάλασσα, η στεριά (η Ελλάδα) είναι που βουλιάζει κι ο πυρετός της ανεβαίνει «σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου». Ωστόσο, μπορείς ακόμα να αγγίξεις στη Σαντορίνη τα νησιά που ολοένα βουλιάζουν κι ένα παλιό τραγούδι, που άκουσες τυχαία, θα σε πληγώσει και αυτό, θυμίζοντάς σου τη Σμύρνη. Στις Μυκήνες, η φαντασία σου, σαν ενός νεόπτωχου, γυρίζει για ένα απόγευμα σε «περασμένα μεγαλεία», αλλά όλα χάνονται «την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα μ’ έναν κόκκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της». Στις Σπέτσες, στον Πόρο και στη Μύκονο βλέπεις τα εγγλεζάκια να τριγυρίζουν μεθυσμένα. Ακριβώς πριν από 100 χρόνια, η Ελλάδα αποφάσισε να μην αλλάξει, να παραμείνει «μικρά πλην έντιμος», με «Εληά και βασιλιά, και στο Μενίδι σύνορα». Ήδη η μισή έχει συνωστισθεί στο λεκανοπέδιο της Αττικής, στον μικρόκοσμο του οποίου έχει μεγάλη διαφορά η Αθήνα από τον Πειραιά, η Ομόνοια από το Σύνταγμα. Η στρουθοκάμηλος, όταν βάζει το κεφάλι της μέσα στην άμμο, αισθάνεται μεγάλη γαλήνη και ηρεμία, σαν αυτή ενός ανθρώπου που «δεν ξέρει την πίκρα του λιμανιού». Είναι βολεμένη, σαν δημόσιος υπάλληλος ή σαν πενηντάρης συνταξιούχος. Το βόλεμα αυτό, ωστόσο, δεν είναι παρά μια φαντασίωση, γιατί η ιστορία δεν μπορεί να σταματήσει, όσο και αν το θέλουμε, όσο και αν για λίγο πιστέψαμε ότι τα έθνη και οι πόλεμοι έχουν τελειώσει. Έξω από τον μικρόκοσμό μας, το μεγάλο παιχνίδι της ιστορίας εξακολουθεί να παίζεται, με τον ίδιο τρόπο: Τα δημογραφικά, τα οικονομικά και τα στρατιωτικά μεγέθη μεταβάλλονται, για εμάς, χωρίς εμάς. Εμείς νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στην Αττική, αλλά δεν βρισκόμαστε πουθενά, γιατί είμαστε εκτός τόπου και χρόνου. Σκεφτόμαστε μέσα από ιδεολογικά σχήματα, άσχετα με τον τόπο και τον χρόνο μας. Η πραγματικότητα δεν μας αφορά, την ίδια την ιστορία τη βαφτίσαμε ιδεολογική κατασκευή. Με σωσίτριχα κρύβουμε τα μαλλιά που μας έχουν πέσει και προσπαθούμε να στρώσουμε τις ρυτίδες, που μας έχει αφήσει ο χρόνος, ο οποίος πετάει σαν τα πετεινά τ’ ουρανού, δεν συλλαμβάνεται και δεν ακινητοποιείται. Όσο εμείς αρνούμαστε την ιστορία και την αλλαγή, η ιστορία υπάρχει και εξελίσσεται και παρασέρνει την Ελλάδα ολόκληρη, από τη Σαμοθράκη μέχρι τον Αμβρακικό, εκεί που δεν θα μας αρέσει. Κι αν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς», ανθρώπους ανάμεσά μας να θυσιάζονται για ιδανικά που ξεχάσαμε, τον Τάσο Ισαάκ, τον Σολωμό Σολωμού, τον Κωνσταντίνο Κατσίφα, «είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι, εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν». Βραδιάζει στον Πειραιά και τα καράβια σφυρίζουν, αλλά παραμένουν ακίνητα, κανένας εργάτης δεν κουνιέται για να τα βάλει μπρος, γι’ αυτό και «ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά». |
Site powered by Weebly. Managed by Pointer Internet Solutions